- πλάνημα
- τὸ, Α [πλανώμαι](ποιητ. τ.)1. περιπλάνηση («πρὸς αὐτό δ' εἶμι τέρμα σῶν πλανημάτων», Αισχύλ.)2. μτφ. ανησυχία («ψυχῆς πλάνημα κἀνακίνησις φρενῶν», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάνημα — wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανημάτων — πλάνημα wandering neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήματα — πλάνημα wandering neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανήματος — πλάνημα wandering neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)